- αποτείχισμα
- ἀποτείχιμα, το (Α)τείχος για αποκλεισμό, περιτείχισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποτείχισμα — lines of blockade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτειχισμάτων — ἀποτείχισμα lines of blockade neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτειχίσματα — ἀποτείχισμα lines of blockade neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτειχίσματος — ἀποτείχισμα lines of blockade neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)